- ἐπάγγελτος
- ἐπάγγ-ελτος, η, ον,A voluntary, παραγενηθεὶς ἐπάγγελτος coming forward voluntarily, ib. 708.21 (Istropolis, ii B. C.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
επάγγελτος — ἐπάγγελτος, ον (Α) εκούσιος, αυθόρμητος … Dictionary of Greek
επαγγελτός — ή, ό (Α ἐπαγγελτός, ή, όν [επαγγέλλομαι] ο γεμάτος αγαθές υποσχέσεις («ο θάνατος, η νίκη... προς ύψη επαγγελτά με πάτε», Παλαμ.) … Dictionary of Greek
ἐπάγγελται — ἐπάγγελτος voluntary fem nom/voc pl ἐπά̱γγελται , ἐπαγγέλλω tell perf ind mp 3rd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)